ἐφέργω

Revision as of 22:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A confine, ὕδωρ Tab.Heracl.1.131.

Greek Monolingual

ἐφέργω (Α)
1. κατακρατώ, περιορίζω
2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. του εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»].