ἐφευρετικός

Revision as of 22:07, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A inventive, Sch. Od.1.349.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, erfinderisch, Schol. Od. 1, 349.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐφευρετικός, -ή, -όν) εφευρέτης
αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος.