ἐτητυμία

Revision as of 22:07, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

poet. ἐτητυμίη, ἡ,    A truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, die Aechtheit, Wahrheit, Iul. Aeg. 33 (IX, 771); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτητῠμία: ἡ, ἀλήθεια, Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.

Greek Monolingual

ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) ετήτυμος
αλήθεια, γνησιότητα.

Greek Monotonic

ἐτητῠμία: ἡ, αλήθεια, γνησιότητα, αυθεντικότητα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτητῠμία: ион. ἐτητῠμίη ἡ правда, истина Anth.

Middle Liddell

ἐτητῠμία, ἡ,
truth, Anth. [from ἐτήτῠμος]