ετήτυμος

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

ἐτήτυμος, -ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. του έτυμος) (Α)
1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐτήτυμος», Ευρ.)
3. πραγματικός, γνήσιοςἐτήτυμος χρυσός», Θεόκρ.)
4. (με απαρμφ.) είναι αλήθεια ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῦτ' ἐτήτυμον;» — είναι αλήθεια ότι σώθηκε αυτή στην ξηρά; Αισχύλ.)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήτυμον
αληθώς, πράγματι
6. (το ουδ. με ή χωρίς το άρθρο) (τὸ) ἐτήτυμον
η αλήθεια
επίρρ...
ἐτητύμως (Α)
αληθινά, πραγματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό και έκταση της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα ετεός, έτυμος].