γνησιότητα

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

η (AM γνησιότης) γνήσιος
1. (για παιδιά) το να προέρχονται από νόμιμο γάμο
2. η αυθεντικότητα
3. η ευθύτητα, η ειλικρίνεια.