ἡμίκρανον

Revision as of 23:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = ἡμίκραιρα 1, Alex. Trall.1.12.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκρανον: τό, = ἡμικεφάλαιον, Φρύνιχ. σ. 328, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 2, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμίκρανον, τὸ (AM)
βλ. ημίκραιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανον (< κρανον < κρανίον), πρβλ. δί-κρανον, κιονό-κρανον].