ἡμικόριον

Revision as of 23:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A half-κόρος, a dry measure, Hsch. (-κόλλιον cod.):—also ἡμί-κορος, ὁ, Aq., Sm., Thd.Ho.3.2.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein halber κόρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικόριον: τό, ἥμισυς κόρος, μέτρον ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον).

Greek Monolingual

ἡμικόριον, τὸ (Α)
μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόρ-ιον (< θ. κορ- του κόρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].