ἰξίνη

Revision as of 23:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,=    A ἰξία 11, pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr.HP 6.4.3; ἄκανθα ἡ ἰ. ib.9.1.2, al.: confused with ἑλξίνη by Plin.HN21.94,22.41.

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, eine niedrige, distelähnliche Stachelpflanze, von der man eine Art Mastix sammelte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίνη: ῑ, ἡ, εἶδος ἀκάνθης, ἀκάνθης τῆς ἰξίνης καλουμένης, ἐξ ἧς συνήγετο ἡ μαστίχη, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2.

Greek Monolingual

ἰξίνη, ἡ (Α) ιξός
το φυτό ατρακτυλίς η κομμιοφόρος.