ἱεροθυτέω

Revision as of 23:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A sacrifice, βοῦς Heraclit.Incred.39, cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1911.59, IG14.290 (Segesta), 12(1).67 (Rhodes): Arc. pres. part. nom. sg. masc. ἱεροθυτές ib.5(2).3.7 (Tegea, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1241] opfern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροθῠτέω: προσφέρω θυσίας, Ἡρακλείτου π. Ἀπίστων σ. 82, Συλλ. Ἐπιγρ. 5546. ΙΙ. γίνομαι ἱεροθύτης, ἱεροθυτήσας, γενόμενος ἱεροθύτης, Ἐπιγρ. Ρόδου, N. Rhein. Mus. IV. σ. 185· οὕτω καὶ ἱεροθυτέων, ὢν ἱεροθύτης, Ἐπιγρ. Ἀμφίσσης, Bull. d. corr. hell. V. σ. 451.