Adv., A = ἱππηδόν, astride, Ἀφροδίτη ἱ. καθημένη ἐπὶ Ψυχῆς PMag.Par.1.1724.
ἱππιστί (Α) ίπποςεπίρρ. πάπ. ιππαστί, ιππηδόν, καβάλα, καβαλικευτά, σαν ιππέας.