ἱππηδόν
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A Adv. like a horse, A.Th.328 (lyr.), Supp.431 (lyr.).
II like a horseman, Ar.Pax81.
German (Pape)
[Seite 1258] nach Pferdeart, wie Rosse; ἄγεσθαι, fortgeschleppt werden, Aesch. Spt. 310; Suppl. 426; Ar. Pax 81.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἱππηδόν: adv.
1 словно лошади (ἄγεσθαι Aesch.);
2 словно на коне, подобно наезднику, верхом (ἐπὶ τοῦ κανθάρου Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηδόν: Ἐπίρρ., ὡς ἵππος, Αἰσχύλ. Θήβ. 328, Ἱκέτ. 431. ΙΙ. ὡς ἀναβάτης ἵππου, ὡς ἱππεύς, αἴρεται (ὁ δεσπότης) ἱππηδὸν ἐς τὸν ἀέρ’ ἐπὶ τοῦ κανθάρου Ἀριστοφ. Εἰρ. 81.
Greek Monolingual
ἱππηδόν (Α) ίππος
επίρρ.
1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.)
2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί, καβάλα, καβαλικευτά.
Greek Monotonic
ἱππηδόν: (ἵππος), επίρρ.:
I. όπως το άλογο, σε Αισχύλ.
II. καθώς ο αναβάτης του αλόγου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἵππος
I. adv. like a horse, Aesch.
II. as on horseback, like a horseman, Ar.