καβάλα

From LSJ

Greek Monolingual

(I)
η (Μ καβάλα)
1. ιππασία
2. ιππικό, καβαλάρηδες, ιππείς
3. μτφ. συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caballus «ίππος»].
(II)
επίρρ.
1. εφίππως, καβαλητά, καβαλικευτά, πάνω σε ίππο ή σε άλλο υποζύγιοκαβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε», δημ. τραγ.)
2. ιππαστί («κάθεται καβάλα στην καρέκλα»)
3. φρ. α) «τον έχω καβάλα» ή «είμαι καβάλα» — έχω υπεροχή πάνω σε κάποιον ή είμαι εξασφαλισμένος έναντι άλλου
β) «ψωνίζω καβάλα» — εξαπατώμαι από πωλητή κατά την αγορά ως προς την ποιότητα ή την τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική χρήση του ουσ. καβάλα (πρβλ. και επίρρ. αράδα, γραμμή)].