ἱππομαχέω

Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A fight on horseback, Th.4.124, X.Cyr.6.4.18; ἱ. πρὸς ὁπλίτας to fight, cavalry against infantry, Id.Ages.2.3.

German (Pape)

[Seite 1260] zu Pferde kämpfen, Xen. Cyr. 6, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομᾰχέω: μάχομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, ἔφιππος, Θουκ. 4. 124, 18˙ πῶς ἅμα δυνήσεται ἱππομαχεῖν τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν; Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18˙ πρὸς τοὺς ὁπλίτας ἱππομαχεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 combattre à cheval;
2 en parl. de cavalerie combattre contre de l’infanterie.
Étymologie: ἱππόμαχος.

Greek Monotonic

ἱππομᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι πάνω στην πλάτη αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππομαχέω:
1) сражаться в конном строю, вести конный бой (οἱ ἱππῆς ἱππομάχησαν Thuc.; ἱ. πρὸς ὁπλιτας Xen.; κράτιστοι ὄντες ἱ. Plut.);
2) сражаться против конницы (ἅμα ἱ. τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν Xen.).

Middle Liddell

ἱππομᾰχέω, fut. -ήσω
to fight on horseback, Thuc., Xen.