ἱερής

Revision as of 23:46, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. ἱερεύς. ἱερητεία, ἱερητεύω, Ion. for ἱερᾱτ-. ἱερία, Ion. ἱερίη, v. ἱέρεια.

Greek Monolingual

ἱερής, ὁ (ΑΜ)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για υστερογενή αρκαδικό τ. αντί ιερεύς].