ὀλίγαιμος
English (LSJ)
ον, A oligaemic, oligemic, scant of blood, Hp. Oss.13, Arist.PA651b9, al. ; ὀλιγαιμότατον ὁ χαμαιλέων ib.692a21.
German (Pape)
[Seite 319] mit wenigem Blute; Hippocr.; Arist. part. an. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγαιμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον αἷμα, Ἱππ. 278. 1, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὀλιγαιμότατον ὁ χαμαιλέων αὐτόθι 4. 11, 21.
Greek Monolingual
και ολιγόαιμος, -η, -ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, -ον)
αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύ-αιμος].
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγαιμος: (ῐγ) малокровный (ὁ χαμαιλέων Arst.).