ανεπάρκεια

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη επάρκειας
2. αδυναμία, ανικανότητα
3. Ιατρ. μη κανονική λειτουργία κάποιου οργάνου του σώματος
4. ανεπάρκεια όρων
έλλειψη συνθηκών κατάλληλων για να παραχθεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].