ολιγαιμία
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγαιμία)
η ιδιότητα του ολιγαίμου, η έλλειψη επάρκειας αίματος, ποσοτική ανεπάρκεια αίματος
νεοελλ.
ιατρ. ελάττωση της ολικής ποσότητας του κυκλοφορούντος αίματος χωρίς επηρεασμό του αριθμού τών αιμοσφαιρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγαιμος. Η λ. ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oligemia).