ὀξό-γαρον, A v. ὀξύβαφον, ὀξύγαρον.
ὀξόβαφον: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ὀξύβαφον.
ὀξόβαφον, τὸ (Α)βλ. οξύβαφον.