ὀξύγαρον
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
τό, sauce of vinegar and γάρον, Arr. Epict.2.20.30, Gal.6.534, Ath.2.67e, 9.366c:—also ὀξόγαρον, Glossaria, condemned by Phryn.PSp.97 B.
German (Pape)
[Seite 352] τό, eine Brühe von Essig und garum, Ath. II, 67 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγαρον: τό, ἄρτυμα ἐξ ὄξους καὶ γάρου, Ἀθήν. 67Ε, 366C, Α. Β. 56.
Greek Monolingual
ὀξύγαρον και ὀξόγαρον, τὸ (Α)
άρτυμα από ξίδι και γάρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + γάρος «άλμη»].