ὀλίγιστος

Revision as of 00:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. ὀλίγος.

German (Pape)

[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).

French (Bailly abrégé)

Sp. de ὀλίγος.

English (Autenrieth)

see ὀλίγος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].

Greek Monotonic

ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).

Russian (Dvoretsky)

ὀλίγιστος: superl. к ὀλίγος.

Middle Liddell

ὀλίγιστος, η, ον [irreg. Sup. of ὀλίγος [v. ὀλίγος VI]