[ᾰ], τό, (ὄνος, στάσις) A ass-stall, Gloss.
[Seite 350] τό, Eselstall, VLL.; auch ὀνόστασις wird angeführt.
ὀνοστάσιον: τό, (ὄνος, στάσις) στάβλος ὄνων, Γλωσσ.
ὀνοστάσιον, τὸ (Μ)στάβλος όνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ὁπλο-στάσιον].