ὀπήεις

Revision as of 00:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εσσα, εν, (ὀπή)    A with a hole, δίφρος ὀ., i. e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.

German (Pape)

[Seite 356] εσσα, εν, mit einer Oeffnung, einem Loche, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπήεις: εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, δίφρος ὀπ., δηλ. κάθισμα μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.

Greek Monolingual

ὀπήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει οπή, τρύπιοςδίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].