τρύπιος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και διαλ. τ. τρούπιος, -α, -ο, Ν
1. αυτός που έχει οπή ή οπές, τρυπημένος, διάτρητος («η σακούλα είναι τρύπια»)
2. (κατ' επέκτ.) (για ενδύματα) φθαρμένος από τη συνεχή χρήση («τρύπιες κάλτσες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. τρύπιος έχει σχηματιστεί υποχωρητ. από το ρ. τρυπώ κατά τα άξιος, γνήσιος, πλούσιος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ουσ. τρύπα (πρβλ. αγρός: άγριος, τιμή: τίμιος)].