ὀρθόπνοια

Revision as of 07:27, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A breathing only in an upright posture, orthopnoea, a symptom of various diseases, Hp.Prog.23, Acut.17.

German (Pape)

[Seite 375] ἡ, das grade, aufrechte Athmen, eine Art Engbrüstigkeit, bei der man nur grade sitzend oder stehend athmen kann, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπνοια: ἡ, εἶδος δυσπνοίας ἢ ἄσθματος, καθ’ ὃ μόνον ὄρθιός τις ἱστάμενος δύναται νὰ ἀναπνέῃ, Ἱππ. Προγν. 45, π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. Foes Oecon.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθόπνοια) ορθόπνους
βαρύτατη μορφή δύσπνοιας η οποία επιτρέπει την αναπνοή μόνον σε όρθια ή καθιστή στάση.