ὀχλοκόπος
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A mob-courtier, Plb.3.80.3, Ptol.Tetr.159.
German (Pape)
[Seite 430] (vgl. δημοκόπος), um die Gunst des großen Haufens buhlend, sich die Volksgunst, bes. durch schlechte Mittel. zu verschaffen bemüht, Volksschmeichler, Pol. 3, 80, 3, Suid. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοκόπος: ὁ, ὁ τὸν ὄχλον κολακεύων, Πολύβ. 3. 80, 3· πρβλ. δημο-κόπος, δοξο-κόπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche à capter la faveur populaire, intrigant, ambitieux.
Étymologie: ὄχλος, κόπτω.
Greek Monolingual
ὀχλοκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια του λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο-κόπος.
Greek Monotonic
ὀχλοκόπος: ὁ, αυτός που κολακεύει τον όχλο, σε Πολύβ.· πρβλ. δημο-κόπος.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλοκόπος: льстящий толпе, потакающий черни Polyb.