ὀχλοκόπος

Revision as of 07:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(parox.), ὁ,    A mob-courtier, Plb.3.80.3, Ptol.Tetr.159.

German (Pape)

[Seite 430] (vgl. δημοκόπος), um die Gunst des großen Haufens buhlend, sich die Volksgunst, bes. durch schlechte Mittel. zu verschaffen bemüht, Volksschmeichler, Pol. 3, 80, 3, Suid. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλοκόπος: ὁ, ὁ τὸν ὄχλον κολακεύων, Πολύβ. 3. 80, 3· πρβλ. δημο-κόπος, δοξο-κόπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cherche à capter la faveur populaire, intrigant, ambitieux.
Étymologie: ὄχλος, κόπτω.

Greek Monolingual

ὀχλοκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια του λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο-κόπος.

Greek Monotonic

ὀχλοκόπος: ὁ, αυτός που κολακεύει τον όχλο, σε Πολύβ.· πρβλ. δημο-κόπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλοκόπος: льстящий толпе, потакающий черни Polyb.

Middle Liddell

ὀχλο-κόπος, ὁ,
a mob-courtier, Polyb.; cf. δημο-κόπος.