ὄγκωμα
English (LSJ)
ατος, τό, A swelling, Gal.16.720, Sch. Ar.Pax540. II elbow, prob. f.l. for ἀγκῶνα, Orib.45.15.1, Eust. 1397.5.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὄγκωμα: τό, ἐξόγκωμα, «πρήξιμον», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 540. ΙΙ. ὁ ἀγκὼν (ἴσως κατὰ παραφθορὰν τοῦ ἀγκών), Ὀρειβάσ. 44 Mai, Εὐστ. 1397. 5.