ὑπέρβλημα

Revision as of 08:11, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A portion of an area projecting beyond a given line, Archim.Con.Sph.2, al.; excess of one magnitude over another, Simp. in Ph.973.9.

German (Pape)

[Seite 1193] τό, die in der Figur über eine Linie hervorragende Fläche, Archimed.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβλημα: τό, μέρος, ἐπιφάνεια ἐξέχουσα πέραν δεδομένης γραμμῆς, Ἀρχιμήδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
επιφάνεια που εξέχει σε γεωμετρικό σχήμα πάνω από μια γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπερβλη- του ρ. ὑπερβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπερ-ε-βλή-θην) + κατάλ. -μα].