ὑπήκοον

Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A horned cummin, Hypecoum procumbens, Dsc.4.67, Plin.HN27.93.

German (Pape)

[Seite 1205] τό, eine Pflanzenart, Diosc., hypecoum procumbens Linn.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήκοον: τό, ναρκωτικόν τι φυτὸν ὀνομαζόμενον καὶ ὑπόφεων, «φύεται μὲν οὖν ἐν τῷ σίτῳ καὶ ταῖς ἀρούραις· φύλλα δὲ ἔχει πηγάνῳ ὅμοια, κλῶνας μικρούς· δύναμιν δὲ ἔχει ἀναλογοῦσαν τῷ τῆς μήκωνος ὀπῷ» Διοσκ. 4. 68, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

όου (τό) :
sorte de plante narcotique (hypecoum procumbens).
Étymologie: ὑπήκοος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. υπήκοος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπήκοον: τό подвластное: τὸ ὑ. τῶν ξυμμάχων Thuc. подвластная часть союзников.