ὑπήκοον
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
τό, horned cummin, Hypecoum procumbens, Dsc.4.67, Plin.HN27.93.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, eine Pflanzenart, Diosc., hypecoum procumbens Linn.
French (Bailly abrégé)
όου (τό) :
sorte de plante narcotique (hypecoum procumbens).
Étymologie: ὑπήκοος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπήκοον: τό подвластное: τὸ ὑ. τῶν ξυμμάχων Thuc. подвластная часть союзников.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπήκοον: τό, ναρκωτικόν τι φυτὸν ὀνομαζόμενον καὶ ὑπόφεων, «φύεται μὲν οὖν ἐν τῷ σίτῳ καὶ ταῖς ἀρούραις· φύλλα δὲ ἔχει πηγάνῳ ὅμοια, κλῶνας μικρούς· δύναμιν δὲ ἔχει ἀναλογοῦσαν τῷ τῆς μήκωνος ὀπῷ» Διοσκ. 4. 68, Γαλην.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. υπήκοος.