ὑπάλειπτρον

Revision as of 08:33, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A spatula for spreading a salve, Hp.Mul.2.163, Art.11, etc.; also ὑπαλ-ειπτρίς, ίδος, ἡ, Id.Superf. 28.

German (Pape)

[Seite 1181] τό, Werkzeug der Wundärzte zum Auftragen od. Einreiben einer Salbe, Hippocr. und Chirurg. vett.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάλειπτρον: τό, «ἐλασμάτιον, ᾧ ἄν τις ὑπαλείψαιτο τοὺς ὀφθαλμοὺς» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσῶν ἐξήγ. 582, Ἱππ. 661. 32., 788B, κλπ.· ὡσαύτως, ὑπᾰλειπτρίς, ίδος, ἡ, ὁ αὐτ. 263 36.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χειρουργικό εργαλείο για επίθεση αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαλείφω + επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπ-τρον)].