ὑπερθαύμαστος

Revision as of 08:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.

Greek Monotonic

ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθαύμαστος: изумительный, чудесный Anth.

Middle Liddell

ὑπερ-θαύμαστος, ον,
most admirable, Anth.