ὑποχαλκίζω

Revision as of 09:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A look somewhat copper-coloured, EM805.49.    II trans., change for copper, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχαλκίζω: ἔχω κἄπως τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. 805. 49. ΙΙ. μεταβ., ἀνταλλάσσω πρὸς χαλκόν, «ὑπεχάλκισα· πρὸς χαλκοῦ ὑπεθέμην» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. έχω την απόχρωση του χαλκού
2. (μτβ.) ανταλλάσσω κάτι με χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκίζω (< χαλκός)].