ῥίψοπλος

Revision as of 09:33, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A throwing away one's arms, ἄτη ῥ., of a panic flight, A.Th.315.

German (Pape)

[Seite 846] die Waffen wegwerfend, Aesch. Spt. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίψοπλος: -ον, ὁ ῥίπτων τὰ ἑαυτοῦ ὅπλα, ἄτη ῥ., ἐπὶ πανικοῦ φόβου, ἐπὶ ὀλοσχεροῦς φυγῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jette ses armes, lâche.
Étymologie: ῥίπτω, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέρ-οπλος, χρύσ-οπλος].

Greek Monotonic

ῥίψοπλος: -ον, αυτός που ρίχνει από πάνω του τα όπλα του, προδότης, δειλός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥίψοπλος: бросающий (в страхе) оружие, панический (ἄτη Aesch.).

Middle Liddell

ῥίψ-οπλος, ον,
throwing away one's arms, Aesch.