ἄτη
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ἡ, Dor. ἄτα, Aeol. αὐάτα (ἀϝ-), v. infr.:—
A bewilderment, infatuation, caused by blindness or delusion sent by the gods, mostly as the punishment of guilty rashness, τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε Il.16.805; Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τιν' ἤδη.. βασιλήων τῇδ' ἄτῃ ἄασας 8.237; Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ.. Ἐρινὺς.. φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην 19.88 (so ἀλλ' ἐπεὶ ἀασάμην καί μευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς ib.137); ἄτην δὲ μετέστενον ἣν Ἀφροδίτη δῶχ' ὅτε μ' ἤγαγε κεῖσε, says Helen, Od.4.261.
2 Ἄτη personified, the goddess of mischief, author of rash actions, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91, cf. 9.504, Hes. Th.230, Pl.Smp. 195d; Ἄτης ἂν λειμῶνα Emp.121.4; coupled with Ἐρινύς, A.Ag.1433.
II of the consequences of such visitations, either,
1 Act., reckless guilt or sin, Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἄτης Il.6.356: in plural, deceptions, 10.391: or,
2 Pass., bane, ruin, 24.480, Hdt.1.32; prov. ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα = a pledge, and thereupon perdition, in Thales ap.Stob.3.1.172: τὸ πῆμα τῆς ἄτης the anguish of the doom, S.Aj.363 (lyr.); ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε σταχὺν ἄτης A.Pers.822; Πειθὼ προβουλόπαις.. ἄτης Id.Ag.386 (lyr.): pl., Id.Pers.653 (lyr.), 1037 (lyr.), S.Aj.848, etc.; strokes of fate, ἀνδρείη τὰς ἄτας μικρὰς ἔρδει Democr.213.
3 Trag., of persons, bane, pest, δίκην ἄτης λαθραίου A.Ag.1230; δύ' ἄτα S.Ant.533.
b ill-fated person, A.Ag.1268 codd.—Not in Comedy (unless read for αὐτῆς, Ar.Pax605) nor in Att. Prose (exc. as pr.n.and in quotations of ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα Cratin. Jun.12, Pl.Chrm.165a), but found in Arist.VV1251b20; κῆρας καὶ ἄτας D.H.8.61; τοιαύτας κακὰς ἄτας such abominations, of certain Epicurean expressions, Cleom.2.1.
III fine, penalty, or sum lost in a lawsuit, Leg.Gort.11.34, al. (From ἀάω, q.v.: orig. ἀϝάτη, Aeol. αὐάτα Alc. Supp.23.12, Pi.P.2.28, 3.24, Lyr.Adesp.123.) [ᾰᾰτη, ᾱτη; ᾰτη is dub. in Archil.73.]
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): eol. ἀυάτα Alc.70.12, Lyr.Adesp.55, Pi.P.2.28, 3.24; jón. ἀάτη Archil.215, Call.Fr.557; dór. ἄτα Ibyc.1(a).8, Epich.250, A.A.386, S.Ant.624
• Prosodia: [ᾱ]
• Morfología: [dat. plu. ἀυάταισι Alc.10.7]
I 1desvarío, ofuscación de funestas consecuencias
a) inspirado por un dios o démon a una pers. ἐγὼ δ' οὐκ αἴτιός εἰμι, ἀλλὰ Ζεὺς καὶ μοῖρα καὶ Ἐρινύς, οἵ τέ μοι ... φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην Il.19.88, ἄτην, ἣν Ἀφροδίτη δῶχ' Od.4.261, cf. 23.223, Ζεύς με ... ἄτῃ ἐνέδωκε βαρείῃ Il.2.111, εἵνεκα ... ἄτης ... τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε ... Ἐρινύς Od.15.233, ἄτη ... ἣν ὁπόταν Ζεὺς πέμψῃ ... Sol.1.75, cf. A.Ch.383, Pr.1072, 1078, Th.315, ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν S.Ant.624, cf. Tr.851, ἔπεσον δαίμονος ἄτῃ E.Hipp.241, οὐκ ἀλλοτρίαν ἄτην, ἀλλ' αὐτὸς ἁμαρτῶν S.Ant.1260, cf. Ai.123, Ph.1066, οὐδεὶς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων Epich.43;
b) producido por agentes como el vino Od.21.302, Panyas.17.8, 18, el amor, A.Ch.597, u otros νιν ὕβρις εἰς αὐάταν ... ὦρσεν Pi.P.2.28, cf. 3.24
•gener. γνῷ δὲ ... Ἀγαμέμνων ἣν ἄτην Il.1.412, cf. Hes.Sc.93;
c) como agente activo ὡς δ' ὅτ' ἂν ἄνδρ' ἄτη ... λάβῃ Il.24.480, τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε Il.16.805, cf. 19.126, 129, 136, ἤμβλακον, καί πού τιν' ἄλλον ἡ ἀάτη κιχήσατο Archil.l.c., cf. Sol.1.13
•en metáf. ἄτης ἄνθεα Sol.3.35, ἄτης θύελλαι ζῶσι en Troya conquistada, A.A.819, cf. Ar.Pax 605
•tb. personif. como divinidad Ofuscación, Desvarío, Ate Δίκην Ἄτην Ἐρινύν τε A.A.1433, cf. Ch.403, a la que se crean genealogías: hija de Zeus Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91, de Eride, Hes.Th.230, Πειθὼ ... παῖς Ἄτας A.A.386
•Ἄτης λειμών el prado de Ate (poblado de démones malignos) fig. del mundo, Emp.B 121, 158, cf. Pl.Smp.195d, Nonn.D.11.113, Q.S.1.753;
d) en plu. desvaríos, locuras Ζεῦ πάτερ, ἦ μεγάλας ἄτας ἄνδρεσσι διδοῖσθαι Il.19.270, πολλῇσιν μ' ἄτῃσι παρὲκ νόου ἤγαγεν Ἕκτωρ Il.10.391, cf. 9.115, Hes.Op.216, 413, Alc.10.7, ᾧτινι μὴ θυμοῦ κρῆσσον νόος, αἰὲν ἐν ἄταις Thgn.631, cf. S.OC 1244.
2 ofuscación, desvarío, locura que es a la vez culpa Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἄτης Il.6.356, καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις A.Ch.968, ματρῷαι λέκτρων ἄται S.Ant.862, cf. OC 526.
II del resultado de semejante conducta
1 ruina, calamidad, desastre
a) que recae sobre un individuo ἦ με μάλ' εἰς ἄτην κοιμήσατε ... ὕπνῳ en verdad, para mi perdición me habéis dormido, Od.12.372, εἰς μεγάλην ἄτην ... ἔπεσε Sol.1.68, πυθέσθαι παιδὸς ... ἄταν enterarse de la catástrofe de su hijo (Áyax), S.Ai.642;
b) sobre ciudades y colectivos οὐδὲ ... λιμὸς ὀπηδεῖ οὐδ' ἄτη Hes.Th.231, δᾶμον μὲν εἰς ἀυάταν ἄγων Alc.70.12, cf. Ibyc.l.c., Pi.O.10.37, A.Supp.470, στεναγμός, ἄτη, θάνατος S.OT 1284
•que afecta a familias a través de generaciones φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν Thgn.206, cf. 103, δολίαν ἄτην οἴκοισιν ἔθηκ' A.A.1523, cf. 1566, Eu.376, E.El.1307, o al género humano μὴ οἷόν τε ἐκτὸς ἄτης βαίνειν Critias B 49, οὐδὲν ἔρπει θνατῶν ... ἐκτὸς ἄτης S.Ant.614, cf. 625, οὐδὲν ... ἄτης ἄτερ ... ἔσθ' S.Ant.4;
c) en plu. desgracias, aflicciones, castigos ἀνδρείη τὰς ἄτας μικρὰς ἔρδει Democr.B 213, φίλων ἄταισι ποντίαισιν en las catástrofes marinas de amigos A.Pers.1037, ἄγγειλον ἄτας τὰς ἐμὰς ... πατρί S.Ai.848, cf. OT 1205, εἰς ἄτας al desastre, Sam.Ex.10.7.
2 pred., dicho de pers. y personif. que son (un) desastre, (una) calamidad, (una) «ate» δίλογχος ἄτη de Ares, A.A.643, de la esfinge, S.OT 164, παῖδε, δύο δ' ἄτα S.OC 531, cf. Ant.533, χρῆν με καλεῖν ἀάτην Call.Fr.557, de otras concretas ἔμβαλε ... τὰν μελανόζυγ' ἄταν de la nave funesta, A.Supp.530
•de dichos καὶ ἄλλας τοιαύτας κακὰς ἄτας y otros tales horrores pronunciados por los epicúreos, Cleom.2.1.91.
3 op. κέρδος ‘riqueza’ y ‘felicidad’ ruina, pérdida, perdición μὴ κακὰ κερδαίνειν· κακὰ κέρδεα ἶσ' ἄτῃσιν Hes.Op.352, οὐδεὶς ... ἄτης καὶ κέρδεος αἴτιος αὐτός ninguno es él mismo causante de su ruina o lucro Thgn.133, cf. A.Ch.825, S.OC 93, Hdt.1.32
•en un sent. casi jur. en la máxima ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα fianza, cerca está la ruina atribuido a Tales Septem 4.1, a Quilón, Sud.s.u. Θάλης, cf. Pl.Chrm.165a, Cratin.Iun.12, ἐγγύα <δ'> ἄτας <γα> θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Epich.250
•muy concr. costas o multa por un juicio perdido ICr.4.72.11.41 (Gortina V a.C.).
• Etimología: v. ἀάω.
German (Pape)
[Seite 385] (ἀάω), ἡ, Verletzung, Schaden, Unheil, Verderben, Il. 2, 111. 8, 237; so auch Pind. u. Tragg.; bes. als Folge des Götterzornes, der sich nach den Alten vorzüglich in einer Verwirrung des Geistes äußerte; dah. Verblendung, Bethörung, Torheit, als göttliche Schickung; vgl. Od. 4, 261 Il. 19, 88; ἄτη φρένας εἷλε Il. 16, 805; vgl. 1, 412. 9, 115; Täuschung, 10, 391. Mit dem Nebenbegriff der Schuld, welche eine solche Strafe herbeiführt, Il. 24, 480; häufig so bei tragg.; übh. Frevel, bes. durch eine solche Verblendung begangener, Il. 6, 356; Tragg.; daraus entstandenes Weh; Soph. vrbdt στεναγμός, ἄτη, θάνατος, O. R. 1284. Personificirt: die Unheilsgöttin, die Urheberin aller leidenschaftlichen, in Geistesverblendung unternommenen Handlungen, vgl. Il. 9, 504 f 19, 91 f; Hes. Ih. 230; Buttm. Lexil. I p. 227 Mützell Hes. Th. p. 118. Metonymisch bei Tragg., heillos, z.B. die Sphinx, Soph. O. R. 164; unglücklich, O. C. 536, von den beiden Töchtern des Oedipus. – In Prosa, Her. 1, 37, Unglück; sonst nur bei Sp., z. B. Dion. Hal. 8, 61 ἆται καὶ κῆρες. Vgl. Lehrs Rhein. Mus. N. F. I, 4 p. 593 ff., der es »Unsal« übersetzt.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. 1 fléau envoyé par les dieux comme châtiment d'une faute, particul. aveuglement de l'esprit, égarement, folie;
2 faute commise par suite de l'égarement de l'esprit ; faute, crime ; αἱ ἄται tromperies, mensonges;
3 ruine, désastre, malheur ; en parl. de pers. fléau, peste;
II. n. pr. ἡ Ἄτη :
1 la Fatalité, la déesse du malheur;
2 déesse du châtiment et de la vengeance.
Étymologie: p. *ἀάτη, de ἀάω.
English (Autenrieth)
(ἀάω): ruinous mischief, ruin, usually in consequence of blind and criminal folly, infatuation; ἦ με μαλ' εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέι ὕπνῳ (addressed to the gods by Odysseus; while he slept his comrades had laid hands on the cattle of Helius), Od. 12.372, cf. Il. 2.111, Il. 8.237; τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε, ‘blindness’ (cf. what follows, στῆ δὲ ταφών: Patroclus stands dazed by the shock received from Apollo), Il. 16.805; εἵνεκ' ἐμεἶο κυνὸς καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ ἄτης (said by Helen), Il. 6.356; pl., ἐμὰς ἄτᾶς κατέλεξας, Il. 9.115, Κ 3, Il. 19.270. The notions of folly and the consequences of folly are naturally confused in this word, cf. Il. 24.480, and some of the passages cited above.— Personified, Ἄτη, Ate, the goddess of infatuation, πρέσβα Διὸς θυγάνηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, Il. 19.91 (see what follows as far as v. 130, also Il. 9.500 ff.).
Greek Monotonic
ἄτη: [ᾱ], Δώρ. ἄτα, ἡ (ἀάω αντί ἀάτη)·
I. σύγχυση, παραλογισμός, απερίσκεπτη παρόρμηση που προκαλείται από πλάνη, τύφλωση που στέλλνεται από τους θεούς, σε Όμηρ.· απ' όπου, η Ἄτη προσωποποιημένη είναι η θεά της βλάβης και της απερίσκεπτης συμπεριφοράς, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Λιταί έρχονται μετά από αυτή, θεραπεύοντας το κακό που εκείνη έχει διαπράξει, στο ίδ.
II. λέγεται για τις συνέπειες,
1. απερίσκεπτη ενοχή ή αμαρτία, όπως αυτή του Πάρη, στο ίδ.
2. όλεθρος, καταστροφή, σε Όμηρ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ολέθριος, καταστροφικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτη: дор. ἄτᾱ (ᾱτ) ἡ
1 помешательство, безумие Hom., Trag.;
2 злодеяние, преступление Hom.;
3 беда, несчастье, горе, пагуба, Hom., Her., Trag., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: damage, guilt, bewilderment (Il.), fine (Gortyn).
Compounds: ἄν-ατος; ἄπ-ατος (Gortyn).
Derivatives: ἀτηρός blinded, bringing ruin (Thgn.); ἀτάομαι (ἀϜατάομαι, s. below) suffer, get damage (S.) be fined (Gortyn, Gytheion).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From ἀϜάτη, as appears from αὑάτα (Alc.) and denom. ἀϜατᾶται (Gytheion); also ἀγατᾶσθαι [= ἀϜα-] βλάπτεσθαι H.). So the ἀ- is long (for the exceptions Archil. 73 read ἄγη, Page Entretiens Hardt X, 1965, 110; and A. Ag. 131, Hermann ἄγα). - ἀϜά-τη is a verbal noun to *ἀϜά-σαι, s. ἀάω. Could be PIE *h₂ueh₂-. - Fur. 234 compares ἀϜατη with ἀπάτη; not very probable.
Middle Liddell
[ἀάω, φορ ἀάτη]
I. bewilderment, infatuation, reckless impulse, caused by judicial blindness sent by the gods, Hom.:—hence Ἄτη is personified as the goddess of mischief or reckless conduct, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται Il.: the Λιταί come slowly after her, undoing the evil she has worked, Il.
II. as a consequence,
1. reckless guilt or sin, as that of Paris, Il.
2. bane, ruin, Hom., Trag.:—of persons, a bane, pest, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
ἄτη: {átē}
Grammar: f.
Meaning: Schaden, Schuld, Verblendung, auch personifiziert (ion. poet. seit Il.), Buße (Gortyn). Zur Bedeutung Havers KZ 43, 225ff. (ursprünglich Schlag?), außerdem Stallmach Ate. Diss. Göttingen 1950.
Composita: Kompositum ἄνατος, auch ἄπατος (Gortyn).
Derivative: Ableitungen: ἀτηρός verblendet, unheilbringend (Thgn., A. usw.) mit ἀτηρία (Pl. Kom., X.); ἀτάομαι (ἀϝατάομαι, s. unten) Schaden leiden (S., E.) einen Prozeß verlieren, eine Geldstrafe erleiden (Gortyn, Gytheion).
Etymology: Aus ἀϝάτη kontrahiert, wie aus αὐάτα (Alk., Pi.) und dem Denominativum ἀϝατᾶται (Gytheion; außerdem ἀγατᾶσθαι [= ἀϝα-]· βλάπτεσθαι H.) hervorgeht. Somit ist anlautendes ἀ- als lang anzusehen, wozu indessen Archil. 73 (v. Blumenthal Herm. 75, 427f. dafür ἄση; aber s. Leumann Hom. Wörter 215 A. 10) und A. Ag. 131 (Hermann ἄγα) im Widerspruch stehen. — ἀϝἀτη ist ein Verbalnomen von *ἀϝάσαι, s. ἀάω. — Der Vorschlag, ἄτη in zwei Wörter zu zerlegen (Bechtel Lex. s. ἀτέω, Benveniste Mélanges Pedersen 498), ist nicht zu empfehlen.
Page 1,178
English (Woodhouse)
harm, injury, mischief, ruin, that which ruins
Mantoulidis Etymological
(=σύγχυση τῆς ψυχῆς, βλάβη, καταστροφή) Ἀπό τό ρῆμα ἀάω (=βλάπτω, τυφλώνω τό μυαλό, μωραίνω).