A v. ῥάκωσις. ῥακκίζω, v. ῥαχίζω. ῥακκόδυτος, v. ῥακόδυτος. ῥακλεός, v. ῥάκελος.
[Seite 833] ἡ, steht für ῥάκωσις, σώματος, Diogen. 8, 70; vgl. Zenob. 6, 42.
ἡ, Αβλ. ῥάκωσις.