ῥαχίζω
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
A cut through the spine, especially in sacrifices (Hsch.), cleave in twain, of persons and animals, A.Pers.426, S.Aj.56,299, E. Fr.1105, Hippiatr.22.
II play the braggart, boast, Din.Fr.80, Hsch.
German (Pape)
[Seite 836] durch das Rückgrat zerschneiden, zerlegen, wie bes. bei Opferthieren geschah (oder unmittelbar mit ῥάσσω, ῥήσσω zusammenhangend, ohne die Beziehung auf Rückgrat); dah. zerstücken. zerhauen, morden; Aesch. Pers. 418; τοὺς δ' ἔσφαζε κἀῤῥάχιζε, Soph. Ai. 292; Hesych. erkl. παίειν τὸ ἱερεῖον. – Uebrtr., aufschneiden, großprahlen, ἀντὶ τοῦ μεγάλα ψεύδεται, B. A. 113, 8, aus Dinarch. angeführt. – Es finden sich auch die Nebenformen ῥακίζω u. ῥακχίζω in den VLL. angeführt.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐρράχιζον;
briser l'épile dorsale ; faire périr.
Étymologie: ῥάχις.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰχίζω: (только praes. и impf. ἐρράχιζον - in crasi κἀρράχιζον) переламывать хребет, т. е. сокрушать, уничтожать (τινά Aesch., Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰχίζω: μέλλ. -ίσω. (ῥάχις) διασχίζω τὴν ῥάχιν, ὅπερ μάλιστα ἐγίνετο ἐν θυσίαις (Ἡσύχ.), διχάζω, κόπτω εἰς δύο, διαιρῶ ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 426 (καὶ αὐτόθι Blomf.), Σοφ. Αἴ. 56, 299. ΙΙ. φέρομαι ἀλαζονικῶς, κομπάζω, μεγαλαυχῶ, ψεύδομαι, «ῥαχίζει· ἀντὶ τοῦ μεγάλα ψεύδεται. Δείναρχος κατὰ Δημοκλέους» Α. Β. 113· «ῥαχίζειν· τὸ εἰκαίως καὶ ῥᾴδίως ψεύδεσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ῥαχίζω ΝΜΑ, και ῥακχίζω Α ῥάχις
νεοελλ.
(σχετικά με μεγάλο ψάρι που σπαρταρά ακόμη) χτυπώ με το κουπί για να το αποτελειώσω
μσν.-αρχ.
διαμελίζω, κομματιάζω, φονεύω (α. «διὰ τὸ τὴν πρώτην καὶ μεγάλην διακοπὴν κατὰ τὴν ῥάχιν γίνεσθαι», Ησύχ.
β. «ἔπαιον, ἐρράχιζον», Αισχύλ.)
αρχ.
1. χτυπώ το ζώο που προορίζεται για θυσία («ῥαχίζειν
παίειν τὸ ἱερεῖον», Ησύχ.)
2. ψευδολογώ με αλαζονεία.
Greek Monotonic
ῥᾰχίζω: μέλ. -ίσω (ῥάχις), σχίζω την ραχοκοκκαλιά, την κόβω, τη διαμελίζω (πράξη που γινόταν στις θυσίες), σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ῥᾰχίζω,
to cut through the spine, to cleave in twain, Aesch., Soph. [from ῥᾰ́χις]