τό, Dim. of ῥόος, A conduit or brook, IG14.352 i 36, al. (Halaesa).
[Seite 847] τό, dim. von ῥόος, kleines Flüßchen, Bächlein, Wassergraben, Sp.
ῥοείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥόος, ὀχετός, ῥυάκιον, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Gruter σ. 212.
τὸ, Α ῥόος / ῥοή]ρυάκι.