ῥοών

Revision as of 09:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (ῥόα)    A pomegranate-orchard, LXX Za.12.11.

German (Pape)

[Seite 850] ῶνος, ὁ, ein mit Granatäpfelbäumen bepflanzter Platz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοών: -ῶνος, ὁ, (ῥόα) ἄλσος ἐκ ῥοῶν, τόπος κατάφυτος ἐκ ῥοιῶν, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 11).

Greek Monolingual

ὁ, Α
κήπος με ροδιές, ροδώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα -ών (πρβλ. ελαι-ών)].