ῥῄτερος

Revision as of 09:43, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. for ῥηΐτερος,    A v. ῥᾴδιος. ϝρητεύω, v. ἀρητεύω.

German (Pape)

[Seite 841] ion. zsgzgn statt ῥηΐτερος, Lob. Phryn. p. 402.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῄτερος: Ἰων. ἀντὶ ῥηίτερος, Θέογν. 1370· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 402.

Greek Monolingual

και ῥηΐτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ. του ῥᾷδιος)
βλ. ῥᾴτερος.

Greek Monotonic

ῥῄτερος: Ιων. αντί ῥηΐτερος, σε Θεόγν.

Russian (Dvoretsky)

ῥῄτερος: стяж. = ῥηΐτερος.