ῥώχω

Revision as of 09:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A wheeze, Sor.1.123; but ῥώχειν,= βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι, Hsch.

Greek Monolingual

Α
1. ασθμαίνω, λαχανιάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥώχειν βρύχειν τοῑς ὀδοῡσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα ῥέγκω ή ῥάζω (βλ. λ. ρέγχω)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to hiss, to rattle (Sor.), ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) hissing (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Sound words; cf. ῥάζω.

Frisk Etymology German

ῥώχω: {rhṓkhō}
Grammar: v.
Meaning: zischen, röcheln (Sor.), ῥώχειν· βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) das Zischen (Mediz.).
Etymology : Schallwörter; vgl. ῥάζω.
Page 2,669