λυκοφόρος

Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

English (LSJ)

ον,    A branded with the mark of a wolf, name of a swift breed of Venetian horses (cf. λυκοσπάς ΙΙ), Str.5.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοφόρος: -ον, φέρων ὡς ἔγκαυμα σημεῖον λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.

Greek Monolingual

λυκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φόρος (< φέρω)].