= sq. 1, of an ulcer, Steph. in Hp.2.488 D.
μαδάσκομαι (Μ)(για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης].