μαδάσκομαι

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδάσκομαι Medium diacritics: μαδάσκομαι Low diacritics: μαδάσκομαι Capitals: ΜΑΔΑΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: madáskomai Transliteration B: madaskomai Transliteration C: madaskomai Beta Code: mada/skomai

English (LSJ)

= μαδάω (be flaccid, be bald, be moist, be sodden, fall off) 1, of an ulcer, Steph. in Hp. 2.488 D.

Greek Monolingual

μαδάσκομαι (Μ)
(για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης].