ἀναφορέω

Revision as of 15:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

English (LSJ)

   A = ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,111, Th.4.115.

German (Pape)

[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.

Spanish (DGE)

1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.

Greek Monotonic

ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφορέω: Her., Thuc. frequ. к ἀναφέρω.

Middle Liddell

[Frequent. of ἀναφέρω Ι, Hdt., Thuc.]