ἀναβιβάζω
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
A fut. ἀναβιβάσω Ph.Bel.97.43 (s.v.l.): aor. ἀνεβίβασα:—Med., fut. ἀναβιβάσομαι, Att. ἀναβιβῶμαι Amips.30, Aeschin.2.146: aor. ἀνεβιβασάμην: (v. βιβάζω):—causal of ἀναβαίνω, make to go up, cause to mount, ἐπὶ τὴν πυρήν, ἐπὶ πύργον, Hdt.1.86, 3.75, X.Cyr.6.1.53; ἐπὶ τὸν τροχόν, of torture, And.1.43; κατὰ τὸ ἀκρότατον X.HG4.5.3: metaph., uphft, ἐπὶ μετεωροτέραν ἐπίνοιαν Corn.ND28.
II Special usages:
1 ἀ. τινὰ ἐφ' ἵππον mount one on horseback, Hdt.1.63, 4.72, X.Eq.6.12; ἐπ' ἅρμα Hdt.4.180; ἐπὶ τὰ ὀχήματα X.Cyr.4.2.28.
2 ἀ. ναῦν draw a ship up on land, Id.HG1.1.2.
3 Med., ἀναβιβάζεσθαίτινας ἐπὶ τὰς ναῦς have them put on board ship, embark for sea, Th.7.33: abs., ἀναβιβασάμενοι ib. 35, cf. X.HG3.4.10.
4 at Athens, bring up to the bar of a court of justice as a witness, Is.9.30:—so in Med., Lys. 12.24, Pl.Ap.18d; bring forward a fellow-prosecutor, Hyp.Eux. 13; but usually of a culprit, bring up his wife and children to raise compassion, And.1.148, Pl.Ap.34c, Lys.18.24, 20.34, Hyp.Eux.41, Aeschin.3.7, cf. 2.146: so Act., Hyp.Phil.9.
5 ἀ. ἐπὶ τὴν σκηνήν bring upon the stage, Plb.23.10.16, 29.19.2.
6 ἀ. τὰς τιμάς raise the prices, D.S.5.10, cf. POxy.513.27.
7 promote, advance, στρατιώτην Ph.Bel.97.43: c. acc. cogn., ἀ. χώραν advance a step, 94.25:—Pass., ἀναβιβάζεσθαι εἰς τιμήν ascend to honour, Plu.Cat.Ma. 16.
8 Gramm., ἀ. τὸν τόνον throw back the accent, A.D.Pron. 49.15, al.; of postpositions, Id.Synt.308.10.
9 ἀ. τοὺς φθόγγους lower, moderate them, Plu.TG2.
10 Astron., ὁ ἀναβιβάζων σύνδεσμος = ascending node, Ptol.Alm.4.9, etc.; without σύνδεσμος, Procl.Hyp.5.105.
Spanish (DGE)
A Ic. ac. de pers.
1 gener. en v. act. hacer escalar, hacer subir, subir a alguien ἐπ' αὐτήν (πυρήν) Hdt.1.86, ἐπὶ πύργον Hdt.3.75, cf. X.Cyr.6.1.53, ἐπὶ τὸ τεῖχος Plb.7.17.9, ἐπὶ τὸν τρόχον a la rueda, al potro del tormento And.Myst.43, κατὰ τὸ ἀκρότατον X.HG 4.5.3
•en juicios hacer subir a la tribuna para inspirar compasión τὰ παιδία Hyp.Phil.9
•esp. en v. med. traerse a la familia παιδία Pl.Ap.34c, Lys.20.34, cf. 18.24, And.Myst.148, lo mismo de testigos, Is.9.30, Lys.12.24, Pl.Ap.18d, Aeschin.2.146, 3.7, de acusadores τοὺς συγκατηγόρους ἀναβιβάσασθαι Hyp.Eux.13, cf. Hld.2.9.2
•llevar a escena fig. sacar a relucir τῆς τύχης ... ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν ... τὰς τούτων συμφοράς Plb.23.10.16, cf. 11.5.8, 29.19.2.
2 en v. act. hacer montar, montar a alguien τοὺς παῖδας ἐπὶ ἵππους Hdt.1.63, cf. X.Eq.6.12, PCair.Zen.736.35 (III a.C.), ἐπ' ἅρμα Hdt.4.180, ἐπὶ τὰ ὀχήματα X.Cyr.4.2.28, Corn.ND.28, ἐν τῷ ἅρματι D.C.Epit.7.21.8.
3 en v. med. embarcar, llevar a bordo ἐπὶ τὰς ναῦς Th.7.33, τὸν υἱόν X.HG 3.4.10
•abs. embarcarse Th.7.35.
4 en v. act. sacar a tierra, varar πρὸς τὴν γῆν ἀνεβίβαζε τὰς ... τριήρεις X.HG 1.1.2
•subir desde las regiones bajas como el valle del Nilo ἐγὼ καταβήσομαι μετά σου εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐγὼ ἀναβιβάσω σε εἰς τέλος bajaré contigo a Egipto y te subiré (te sacaré de Egipto) al final LXX Ge.46.4.
5 astr. part. act. ascendente de la luna, Tert.Adu.Marc.1.18, Chal.Comm.88, σύνδεσμος Ptol.Alm.4.9, abs. Procl.Hyp.5.105.
6 abs. montar, cubrir εἴ τινα ἀναβιβάσειας Sch.Theoc.5.147.
II fig.
1 c. ac. de pers. o abstr. elevar ἐπὶ μετεωροτέραν ἐπίνοιαν τὸν μεταχειρισμόν τῆς κριθῆς Corn.ND 28.
2 c. ac. de pers., en cont. milit. promover, ascender τὸν στρατιώτην Ph.Bel.97.43, καὶ ὅσοι ἂν ἄνδρες ἀγαθοὶ γίνωνται, ἀναβιβάζειν <καὶ> χώραν καὶ ἡγεμονίαν διδόναι Ph.Bel.94.25
•en v. pas. εἰς ... τιμήν Plu.Cat.Ma.16.
3 c. ac. de precios, etc., en sent. económico elevar, hacer subir los precios τὰς τιμάς D.S.5.10
•en v. med. subir el precio en una puja ἕνεκα τοῦ ... τὴν προκειμένην οἰκίαν ... ἀναβεβίβασθαι εἰς δραχμὰς χειλίας POxy.513.27 (II a.C.).
B I1gram. hacer retroceder, retrotraer el acento τὴν τάσιν A.D.Pron.49.15, τὸν τόνον A.D.Pron.58.21, 73.8, etc., cf. Sch.Arat.17M. (p.370.25), de la retrotracción del acento en eol. χαίρουσι οἱ Αἰολεῖς ἀναβιβάζειν τοὺς τόνους Arc.174.26
•part. subst. τὸ ἀναβιβαζόμενον = retrotracción, retrocesión del acento τῆς προθέσεως A.D.Synt.308.15, de palabras cuyo acento está retrotraido τὰ ἀναβιβαζόμενα A.D.Synt.328.20.
2 en v. med.-pas. contar hacia atrás, remontarse en el tiempo ἀπό γε τῆς ἐκβολῆς τῶν βασιλέων ἐπὶ τὸν ... Ῥωμύλον ἀναβιβασθείς D.H.1.75.
II mús. y ret. regular el tono τοὺς φθόγγους Plu.TG 2.
German (Pape)
[Seite 181] 1) hinausgehen-, aufsteigen lassen, ἐπὶ τὸν ἵππον, auf's Pferd helfen, Her. 1, 63 u. sonst, z. B. Plat. Rep. V, 467 c, wie ἐπὶ τὸ ὄχημα Cyr. 4, 2, 28; ἐφ' ἅρμα Her. 4, 180; ἐπὶ τὴν πυρήν 1, 86 (wie Plut. Sol. 28); πύργον 3, 75 (u. Xen. Cyr. 6, 1, 53); ἀψῖδας 4, 72; ἐπὶ λόφον Xen. An. 1, 10, 14; ἐπὶ τροχόν, auf's Folterrad bringen, Andoc. 1, 43; ἀναβιβάζειν τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὸ τεῖχος, die Mauer ersteigen lassen, Polyb. 7, 17, 9; ἐπὶ τὴν ναῦν, d. i. einschiffen, Plut. Pericl. 35 (u. so med., Thuc. 7, 33. 35); aber ἀναβ. τριήρεις, die Schiffe auf's Land ziehen, Xen. Hell. 1, 1, 2; ἐπὶ τὴν σκηνήν, auf die Bühne bringen, Pol. 29, 7; Luc. Tox. 9; Xen. κατὰ τὰ ἀποτομώτατα ἀναβ. Cyr. 7, 2, 3, an dem steilsten Punkte aufsteigen lassen; εἰς τιμήν, zu Ehren erheben, Plut. Cat. mai. 16; übh. erhöhen, steigern, τὰς τιμάς, den Preis, Diod. Sic. 5, 10; φθόγγους, den Ton herabstimmen, Plut. Tib. Graech. 2; ἀναβ. τὸν τόνον, den Accent zurückziehen, Gramm. – 2) bes. im med., auftreten lassen vor Gericht, Andoc. 1, 148; Lys. 18, 24. 20, 34; vgl. Plat. Apol. 18 d 34 c; ἀναβιβασάμενος αὐτὸν ἐρωτήσω, vorladen und befragen, Is. 11, 4, bes. vom Vorfordern der Zeugen; fut. ἀναβιβῶμαι, Amips. bei Suid.; ἀναβιβᾶται Dem. 19, 310; ἡ τύχη ἀνεβίβαζεν τὴν αὐτῶν ἄγνοιαν Polyb. 11, 6, 8, machte all ihren Unverstand kund.
French (Bailly abrégé)
f. att. ἀναβιβῶ, ao. ἀνεβίβασα;
1 faire monter : ἐπὶ ἵππον HDT à cheval ; ἐπὶ τὸ βῆμα ATT sur la plateforme de justice, càd faire paraître en justice;
2 porter en arrière : τοὺς φθόγγους PLUT modérer le ton de sa voix;
Moy. ἀναβιβάζομαι (ao. ἀνεβιβασάμην) faire monter : τινὰς ἐπὶ τὰς ναῦς THC, abs. ἀναβιβάζεσθαι THC embarquer des hommes ; ἀν. παιδία PLAT faire monter ses jeunes enfants avec soi sur la plateforme de justice (pour exciter la pitié);
NT: tirer ; soulever.
Étymologie: ἀνά, βιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβῐβάζω: тж. med.
1 сажать, приказывать сесть (τινὰς ἐπὶ ἳππους Her., Xen., Plat.; ἐπὶ τὴν ναῦν Plut., med. Thuc.);
2 приказывать взойти или (воз)вести (τινὰ ἐπὶ τὴν πυρήν Her.; ἐπὶ λόφον, sc. τὸ στράτευμα Xen.): ἀ. τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὸ τεῖχος Polyb. приказывать солдатам взойти на стены, т. е. взять приступом;
3 поднимать (τινὰ ἐπί τι Her.);
4 вытаскивать (на сушу) (τριήρεις Xen.);
5 выводить, ставить, представлять (ἐπὶ τὴν σκηνήν τι Polyb., Luc.); перен. выставлять напоказ, обличать (ἄγνοιάν τινος Polyb.);
6 вызывать или приказывать привести (μάρτυρας Isae.): ἀναβιβασάμενος αὐτὸν βούλομαι ἐρέσθαι Lys. я хочу его вызвать для опроса;
7 повышать: τὰς τιμὰς ἀ. Diod. повышать цены; εἰς τὴν ἄκραν τιμὴν καὶ δύναμιν ἀναβιβάζεσθαι Plut. стремиться к высшим почестям и (высшему) могуществу;
8 med. приводить с собой (τινά Lys., Plat., Dem.);
9 досл. отводить назад, перен. понижать, умерять (τοὺς φθόγγους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβῐβάζω: ἀόρ. -εβίβασα: ― Μέσ., μέλλ. ἀναβιβάσομαι. Ἀττ. ἀναβιβῶμαι, Ἀμειψ. Ἄδηλ. 10: ἀόρ. -εβιβασάμην: (ἴδε ἐν λέξει βιβάζω). Ἐνεργητικὸν τοῦ ἀναβαίνω (πρβλ. ἀναβαίνω Β), κάμνω τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τὴν πυρήν, ἐπὶ τὸν πύργον Ἡρόδ. 1. 86., 3. 75, Ξεν.: ἐπὶ τὸν τροχόν, περὶ βασάνων. Ἀνδ. 6. 43· κατὰ τὸ ἀκρότατον Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 3. ΙΙ. ἰδιάζουσαι χρήσεις: 1) ἀναβ. τινὰ ἐπ’ (ἐφ’) ἵππον Ἡρόδ. 1. 63., 4. 72, Ξεν.: ἐπ’ ἅρμα Ἡρόδ. 4. 180· ἐπὶ τὸ ὄχημα Ξεν. Κύρ. 4. 2. 28· πρβλ. ἀναβιβαστέον: 2) ἀναβιβ. ναῦν, σύρω πλοῖον ἐκ τῆς θαλάσσης εἰς τὴν γῆν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 2. 3) Μέσ., ἀναβιβάζεσθαί τινας ἐπὶ τὰς ναῦς, ἐπιβιβάζειν εἰς τὸ πλοῖον διὰ ταξείδιον, Θουκ. 7. 33· ἀπολ., ἀναβιβασάμενοι αὐτόθι 35, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 10. 4) ἐν Ἀθήναις, λέξ. δικαν., προσάγω εἰς τὸ δικαστήριον ὡς μάρτυρα, Ἰσαῖος 78. 4, Λυσ. 122. 17, Πλάτ. Ἀπολ. 181): ἀλλὰ κατὰ μέσ. τύπ. ἐπὶ ἐνόχου ἢ ὑποδίκου προσάγοντος τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ, ὅπως προκαλέσῃ τὸν οἶκτον τῶν δικαστῶν, Ἀνδοκ. 19. 17, Πλάτ. Ἀπολ. 34C, Λυσίας 151, 27., 161, 9, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 49, Αἰσχίν. 54. 25. 5) ἀν ἐπὶ τὴν σκηνήν, παρουσιάζω εἰς τὴν σκηνήν, Πολύβ. 29. 7, 2, κατὰ παθ. 6) ἀναβ. τὰς τιμάς, ὑψώνω τὰς τιμάς, Διόδ. 5. 10: ― ἀλλὰ παθητικῶς ἀναβιβάζεσθαι εἰς τιμήν, κοσμεῖσθαι τιμαῖς, ἀνέρχεσθαι εἰς ὑψηλὰ ἀξιώματα, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 16. 7) ἀν. τὸν τόνον, ἐν τῇ γραμμ. μεταβιβάζω τὸν τόνον πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς λέξεως· ἀλλὰ β) ἀν. τοὺς φθόγγους, καθιστῶ αὐτοὺς μετριωτέρους, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2: ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον, ᾧ τοὺς φθόγγους ἀναβιβάζουσιν, ὁ Κοραῆς (Πλουτ. Παράλλ. Β. τόμ. Εϳ, σ. 372 ἐν σημ.) προτείνει τὴν γραφήν: μεταβιβάζουσιν.
English (Strong)
from ἀνά and a derivative of the base of βάσις; to cause to go up, i.e. haul (a net): draw.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεβίβασα; to cause to go up or ascend, to draw up (often in the Sept. and in Greek writings): Xenophon, Hell. 1,1, 2 πρός τήν γῆν ἀνεβίβαζε τάς ἑαυτοῦ τριήρεις).
Greek Monolingual
(Α ἀναβιβάζω)
1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω
2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή της λέξης
αρχ.
1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά
2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω
3. (ενεργ. και μέσ.) α) προσάγω κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα
β) (για ένοχο ή υπόδικο) προσάγω τη γυναίκα του ή τα παιδιά του στο δικαστήριο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών
4. (το αρσ. της μτχ. του ενεστ. ως επίθ. ή ουσ. στην Αστρον.) «ὁ ἀναβιβάζων (σύνδεσμος)», σημείο τομής της ελλειπτικής από την τροχιά ουράνιου σώματος, όταν αυτό ανέρχεται από το Νότιο στο Βόρειο Ημισφαίριο
5. φρ. «ἀναβιβάζομαι εἰς τιμήν», ανέρχομαι σε ύψιστα αξιώματα «ἀναβιβάζω ἐπί τήν σκηνήν», παρουσιάζω στη σκηνή του θεάτρου
«ἀναβιβάζω τους φθόγγους», χαμηλώνω, μετριάζω τη φωνή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + βιβάζω. Το ρ. ἀναβιβάζω έδωσε με απλολογία (ανομοιωτική σίγηση της συλλαβής -βι-) το μσν. ἀναβάζω > ανεβάζω (πρβλ. και διαβιβάζω > διαβάζω).
ΠΑΡ. αναβιβασμός νεοελλ. αναβίβαση (-ις), αναβιβαστήρας (-ήρ), αναβίβαστρο].
Greek Monotonic
ἀναβῐβάζω: αόρ. αʹ -εβίβασα — Μέσ. μέλ. Αττ. ἀναβιβῶμαι· Ενεργ. του ἀναβαίνω,
I. προκαλώ ανάβαση, κάνω κάποιον να ανέβει, ἐπὶ πύργον, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. Ειδικότερες χρήσεις:
1. ἀν τινὰ ἐφ. ἵππον, επιβιβάζω κάποιον στη ράχη αλόγου, στον ίδ.· ἐπ' ἅρμα, σε Ηρόδ.
2. ἀν. ναῦν, τραβώ πλοίο προς την ξηρά, σε Ξεν.
3. Μέσ., ἀναβιβάζεσθαί τινας ἐπὶ τὰς ναῦς, τους ανεβάζω στο πλοίο, σε Θουκ.· απόλ., ἀναβιβασάμενοι, στον ίδ.
4. στην Αθήνα, προσάγω στο δικαστήριο ως μάρτυρα, σε Πλάτ. κ.λπ.· Μέσ., λέγεται για υπόδικο, προσάγω τη γυναίκα και τα παιδιά, ώστε να προκαλέσω οίκτο, στον ίδ.
5. Παθ., α) ἀναβιβάζεσθαι εἰς τιμήν, ανέρχομαι σε υψηλά αξιώματα, σε Πλούτ. β) ἀν. τοὺς φθόγγους, τους μετριάζω, τους κάνω ηπιότερους, στον ίδ.
Middle Liddell
[Causal of ἀναβαίνω.]
I. to make go up, cause to mount, ἐπὶ πύργον Hdt., Xen.
II. Special usages:
1. ἀν. τινα ἐφ' ἵππον to mount one on horseback, Xen.; ἐπ' ἅρμα Hdt.
2. ἀν. ναῦν to draw a ship up on land, Xen.
3. Mid., ἀναβιβάζεσθαί τινας ἐπὶ τὰς ναῦς to have them put on board ship, Thuc.; absol., ἀναβιβασάμενοι Thuc.
4. at Athens, to bring up to the bar as a witness, Plat., etc.: Mid., of a culprit, to bring up his wife and children to raise compassion, Plat.
5. Pass., ἀναβιβάζεσθαι εἰς τιμήν to ascend to honour, Plut.
6. ἀν. τοὺς φθόγγους, to moderate them, Plut.
Chinese
原文音譯:¢nabib£zw 安那-比巴索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-(行)步(化)
字義溯源:使其往上去,拉上,拉;由(ἀνά)*=上)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。
同義字:1) (ἀναβιβάζω)使其往上去 2) (ἐμβιβάζω)安放 3) (ἐπιβιβάζω)扶著騎上 4) (καταβιβάζω)推下去 5) (κατάγω)引到,帶下 6) (προβιβάζω)強迫向前 7) (συμβιβάζω)一同努力 8) (τελέω)完畢
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 就拉(1) 太13:48
Lexicon Thucydideum
in navem imponere, to embark on a ship, 7.33.4, 7.35.2 (de ducibus concerning the generals).