αἰθυκτήρ

Revision as of 19:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.

Greek Monotonic

αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθυκτήρ: ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).

Middle Liddell

[from αἰθύσσω
one that darts swiftly, Anth.