[ῑ], ου, ὁ, A dweller in Tartarus, Com.Adesp.1160.
Ταρτᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Ταρτάρῳ κατοικῶν, διατρίβων, Κωμ. Ἀνώμ. 342.
ὁ, Αο κάτοικος του Ταρτάρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].