αἰσυμνητεία

Revision as of 19:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, A office of αἰσυμνήτης 11.1, = αἱρετὴ τυραννίς, Arist. Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσυμνητεία: ἡ, = αἱρετὴ τυραννίς, μοναρχία κατ’ ἐκλογὴν τῶν ὑπηκόων, Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 14, Διογ. Λ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. autorité d’un chef électif;
II. autorité, pouvoir, domination.
Étymologie: αἰσυμνήτης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): αἰσυμνητίη, -ης D.L.1.100
cargo de αἰσυμνήτης, dictadura elegida αἱρετὴ τυραννίς Arist.Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.

Greek Monotonic

αἰσυμνητεία: ἡ, μοναρχία που έχει εκλεγεί από τον λαό, αιρετή μοναρχία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσυμνητεία:
1) выборная монархия (αἰ. ἐστὶν αἱρετὴ τυραννίς Arst.);
2) власть Diog. L.

Middle Liddell

an elective monarchy, Arist.