αἰσυμνητεία

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσυμνητεία Medium diacritics: αἰσυμνητεία Low diacritics: αισυμνητεία Capitals: ΑΙΣΥΜΝΗΤΕΙΑ
Transliteration A: aisymnēteía Transliteration B: aisymnēteia Transliteration C: aisymniteia Beta Code: ai)sumnhtei/a

English (LSJ)

ἡ, office of αἰσυμνήτης II.1, = αἱρετὴ τυραννίς, Arist.Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): αἰσυμνητίη, -ης D.L.1.100
cargo de αἰσυμνήτης, dictadura elegida αἱρετὴ τυραννίς Arist.Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. autorité d'un chef électif;
II. autorité, pouvoir, domination.
Étymologie: αἰσυμνήτης.

German (Pape)

ἡ, Wahlkönigreich, nach Arist. Pol. 3.11 αἱρετὴ τυραννίς; Diog.L. 1.100.

Russian (Dvoretsky)

αἰσυμνητεία:
1 выборная монархия (αἰ. ἐστὶν αἱρετὴ τυραννίς Arst.);
2 власть Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσυμνητεία: ἡ, = αἱρετὴ τυραννίς, μοναρχία κατ’ ἐκλογὴν τῶν ὑπηκόων, Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 14, Διογ. Λ. 1. 100.

Greek Monotonic

αἰσυμνητεία: ἡ, μοναρχία που έχει εκλεγεί από τον λαό, αιρετή μοναρχία, σε Αριστ.

Middle Liddell

an elective monarchy, Arist.