βαθύκομος

Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A with thick leaves, ὄρεα β. covered with thick forests, Ar.Fr.698 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκομος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― ὡσαύτως -κόμης, ου, Πολυδ. 2. 24.

Spanish (DGE)

(βᾰθύκομος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de follaje como cabellera densa y larga ὄρεα Ar.Fr.718.

Greek Monolingual

βαθύκομος, -ον (Α)
(για βουνά) εκείνος που έχει πυκνά δάση.

Russian (Dvoretsky)

βαθύκομος: густо поросший (ὄρεα Arph.).